- χαλάρωμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του χαλαρώνω, χαλάρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλάρωμα — το, Ν [χαλαρώνω] η χαλάρωση … Dictionary of Greek
άνεση — η (AM ἄνεσις) [ανίημι] 1. έλλειψη βιασύνης 2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών 3. ξεκούραση, χαλάρωση νεοελλ. 1. ευκολία ζωής, βόλεμα 2. φρ. «οικονομική άνεση» οικονομική ευχέρεια, ευπορία μσν. 1. ευθυμία 2. ικανοποίηση αρχ. 1. μείωση, ύφεση 2.… … Dictionary of Greek
δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν … Dictionary of Greek
μποσικάρισμα — και μποσκάρισμα, το [μποσικάρω] το χαλάρωμα τεντωμένου σχοινιού ή το λασκάρισμα βίδας … Dictionary of Greek
νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που … Dictionary of Greek
ξελούρισμα — και ξελούριασμα, το [ξελουρίζω / ξελουριάζω] 1. κόψιμο τής άκρης τής σόλας που προεξέχει για να πάρει το κανονικό της σχήμα 2. κόψιμο σε λωρίδες 3. χαλάρωμα λουριού που στερεώνει ή συνδέει κάτι … Dictionary of Greek
ξεχείλωμα — το [ξεχειλώνω] το αποτέλεσμα τού ξεχειλώνω, το χαλάρωμα … Dictionary of Greek
σιγουράρισμα — το, Ν [σιγουραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουράρω, η επίτευξη ασφάλειας ή βεβαιότητας, σιγούρεμα 2. ναυτ. χαμήλωμα, χαλάρωμα τών πανιών ή των σχοινιών τού πλοίου … Dictionary of Greek
φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… … Dictionary of Greek
αιθέρες — Χαρακτηριστικές οργανικές ενώσεις οι οποίες αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Οι α. προέρχονται από τις αλκοόλες με την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με μια αλκυλική ρίζα: R–ΟΗ+R–ΟΗ ↔ R–Ο–R+Η2Ο Μπορεί να είναι απλοί ή σύνθετοι … Dictionary of Greek